- ἐκβαρβάρωσις
- ἐκβαρβᾰρ-ωσις, [full] εως, ἡ,A barbarization, Plu.Tim.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκβαρβάρωση — η (AM ἐκβαρβάρωσις) το να εκβαρβαρωθεί κάποιος … Dictionary of Greek